σαλιάρης, -α, -ικο

σαλιάρης, -α, -ικο
σαλιάρης, -α, -ικο, 1 . αυτός που του φεύγουν τα σάλια: Σαλιάρικο μωρό.
2. μτφ., άνθρωπος σαχλός: Δεν μπορώ να ακούω αυτόν το σαλιάρη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σαλιάρης — α, ικο, Ν 1. εκείνος που τού τρέχουν τα σάλια 2. μτφ. α) αυτός που λέει ανοησίες, φλύαρος, σαχλός β) (με σκωπτική χροιά και για άτομο προχωρημένης ηλικίας) αυτός που τού αρέσει ή που συνηθίζει να ερωτοτροπεί με νεαρές γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”