- σαλιάρης, -α, -ικο
- σαλιάρης, -α, -ικο, 1 . αυτός που του φεύγουν τα σάλια: Σαλιάρικο μωρό.2. μτφ., άνθρωπος σαχλός: Δεν μπορώ να ακούω αυτόν το σαλιάρη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.